- εγκηδεύω
- ἐγκηδεύω (Α)κηδεύω, θάβω σ' έναν τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεγκηδεύω — Α κηδεύω, θάβω νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκηδεύω «θάβω, κηδεύω»] … Dictionary of Greek
συνεγκηδεύω — Α κηδεύω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκηδεύω «θάβω, κηδεύω»] … Dictionary of Greek